λαμπαδαρχία

λαμπαδαρχία
λαμπαδαρχία, ἡ (Α)
(στην Αθήνα) το λειτούργημα τού λαμπαδάρχου, αυτού που διηύθυνε τη λαμπαδηδρομία («λειτουργεῑν τὰς δαπανηρὰς μή χρησίμους δὲ λειτουργίας, οἷον χορηγίας καὶ λαμπαδαρχίας», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπαδάρχης ή λαμπάδαρχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λαμπαδαρχίας — λαμπαδαρχίᾱς , λαμπαδαρχία superintendence of the fem acc pl λαμπαδαρχίᾱς , λαμπαδαρχία superintendence of the fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειτουργία — Ενέργεια, εργασία· στην περίπτωση των οργάνων του σώματος, ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν. Ιστορία. Ο όρος λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα. Επρόκειτο για υπηρεσία τακτική ή έκτακτη, που επέβαλε το κράτος των Αθηναίων στους… …   Dictionary of Greek

  • λειτουργιά — Ενέργεια, εργασία· στην περίπτωση των οργάνων του σώματος, ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν. Ιστορία. Ο όρος λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα. Επρόκειτο για υπηρεσία τακτική ή έκτακτη, που επέβαλε το κράτος των Αθηναίων στους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”